- τορνευτῇ
- τορνευτήςturnermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τορνευτικός — ή, ό / τορνευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τορνεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορνευτή («τορνευτικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η τορνευτική η τέχνη τού τορνευτή … Dictionary of Greek
τορνευτικός, -ή — ό 1. αυτός που έχει σχέση με τον τορνευτή: Τορνευτική εργασία. 2. το θηλ. ως ουσ., τορνευτική, η η τέχνη του τορνευτή, του τορναδόρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
λεπτουργώ — (AM λεπτουργῶ, έω) [λεπτουργός] 1. κάνω λεπτή εργασία, επεξεργάζομαι κάτι με μεγάλη τέχνη και λεπτότητα 2. (για τορνευτή ή ξυλουργό) διακοσμώ τις επιφάνειες τών επίπλων με έγγλυφες και ανάγλυφες παραστάσεις («εὐφυὴς ἐν τῷ τορνεύειν καὶ… … Dictionary of Greek
μασουροκονδυλάτος — η, ο λεπτός και καλοσχηματισμένος («η μύτη σου είναι τορνευτή, μασουροκονδυλάτη», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < μασούρι + κονδυλάτος (< κονδύλι)] … Dictionary of Greek
τορνευτήριο — το / τορνευτήριον, ΝΑ νεοελλ. εργαστήριο επεξεργασίας μετάλλου ή ξύλου με τόρνο αρχ. το εργαλείο, η σμίλη τού τορνευτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορνεύω + επίθημα τήριο(ν), πρβλ. γυμνασ τήριο] … Dictionary of Greek
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek